- θεοφρούρητος
- θεοφρούρητος, -ον (Μ)(για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και για το βυζαντινό κράτος) αυτός που φρουρείται από τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -φρούρητος (< φρουρώ), πρβλ. α-φρούρητος, νυκτι-φρούρητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοφύλακτος — θεοφύλακτος, η, ο και θεοφύλαχτος, η, ο 1. που φυλάγεται (προστατεύεται) από το Θεό, θεοφρούρητος: Η θεοφύλακτη πόλη (η Κωνσταντινούπολη). 2. το αρσ. ως ουσ., Θεοφύλακτος κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)